- ὀγκωδέστερος
- ὀγκώδηςswellingmasc nom comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βίσονας — Κοινή ονομασία ορισμένων θηλαστικών μηρυκαστικών της οικογένειας των βοοειδών, της τάξης των αρτιοδακτύλων. Παλαιότερα ήταν πολύ διαδεδομένοι στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική. Όμως, το εντατικό κυνήγι κατά τους τελευταίους δύο αιώνες, για το… … Dictionary of Greek
μακρογαμέτης — ο βιολ. ο μεγαλύτερος από δύο ανισογαμέτες, που θεωρείται ως ο θηλυκός γαμέτης, κυρίως στα πρωτόζωα, και που είναι ογκωδέστερος τού αρσενικού μικρογαμέτη και κατά κανόνα ακίνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. macrogamete < macro (<… … Dictionary of Greek
ογκώδης — (I) ες (ΑΜ ὀγκώδης, ῶδες) [όγκος (Ι)] 1. αυτός που έχει μεγάλο όγκο, παχύς, χοντρός φουσκωμένος (α. «ογκώδης τόμος» β. «πλευρὰ ή πρὸς τὴν γαστέρα ὀγκωδεστέρα», Ξεν.) 2. μτφ. στομφώδης, πομπώδης («ὀγκώδη ποιήματα», Φιλόδ.) νεοελλ. άκομψος, βαρύς,… … Dictionary of Greek
ογκώνω — και ογκώ (ΑΜ ὀγκῶ, όω) [όγκος (Ι)] αυξάνω τον όγκο, εξογκώνω, διογκώνω, φουσκώνω, διαστέλλω (α. «το βαρημένον στήθος του ογκούται», Βαλαωρ. β. «τὸ πνεῡμα τὰς φλέβας ὀγκοῑ», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. πρήζομαι από πολυφαγία («όγκωσα και δεν μπορώ να… … Dictionary of Greek
παχύς — ιά, ύ και παχιός, ιά, ιό / παχύς, εῑα και ιων. τ. έα, ύ, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει αρκετό ή υπερβολικό πάχος, χοντρός 2. (για πρόσ. και ζώα) (στην κυριολ. και μτφ.) αυτός που έχει πολύ λίπος στο σώμα του, παχύσαρκος νεοελλ. 1. (για μουστάκι) πυκνό 2 … Dictionary of Greek
τροχαντήρας — ο / τροχαντήρ, ήρος, ΝΑ ανατ. ονομασία δύο υποστρόγγυλων ογκωμάτων τού μηριαίου οστού στο σημείο ένωσης τού αυχένα με το σώμα τού μηρού νεοελλ. 1. ζωολ. α) καθεμία από τις αποφύσεις στο ανώτερο άκρο του μηριαίου οστού τών σπονδυλοζώων οι οποίες… … Dictionary of Greek